- ισιάζω
- και ισάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και ἰσιάζω ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω, σάζω)βλ. σιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ισάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισιάζω — ισιάζω, ίσιασα, ισιασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: ισιάζω – ισιώνω : το ισιάζω διαφοροποιείται σε σχέση με το ισιώνω, γιατί έχει κυρίως την έννοια → κάνω κάτι ίσιο (και όχι → γίνομαι ίσιος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισιάζω — βλ. ισάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισιώνω — ισιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισάζω — και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω) βλ. σιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση τού ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση τού προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ισιώνω — ισιώνω, ίσιωσα, ισιωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ισιάζω – ισιώνω : το ισιάζω διαφοροποιείται σε σχέση με το ισιώνω, γιατί έχει κυρίως την έννοια → κάνω κάτι ίσιο (και όχι → γίνομαι ίσιος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισάζω — και ισιάζω ίσιασα και ίσιαξα 1. ευθυγραμμίζω. 2. μτφ., εξομαλύνω, τακτοποιώ: Ισιάζω το χωράφι για να σπείρω. – Ίσιασε τη γραβάτα σου. 3. αμτβ., εξομαλύνομαι: Θα ισιάσουν τα πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίσιασμα — και ίσασμα, το [ισιάζω] ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, ισοπέδωση, διευθέτηση … Dictionary of Greek
ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… … Dictionary of Greek
ξεστραβώνω — 1. καθιστώ ίσιο ένα στραβό αντικείμενο, ισιάζω 2. βοηθώ κάποιον να ανακτήσει την όρασή του 3. μτφ. παρέχω σε κάποιον τη δυνατότητα να μορφωθεί, να αντιλαμβάνεται και να κρίνει με ορθό τρόπο, μορφώνω 4. παθ. ξεστραβώνομαι απαλλάσσομαι από την… … Dictionary of Greek
ορθώνω — (ΑΜ ὀρθῶ, όω) [ορθός] 1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω 2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση 3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῡμαι, όομαι σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος νεοελλ. 1. (η προστ. αορ.) όρθωσον ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς… … Dictionary of Greek